θαλάσσιος

θαλάσσιος

θαλάσσιος, auch 2 Endgn, aus, von dem Meere, zum Meere gehörig; ἔργα, Geschäfte auf dem Meere, sowohl Fischfang, Od. 5, 66, als Schifffahrt, Il. 2, 614; ἀνέμων ῥιπαί Pind. N. 3, 67; στενωποῦ πλησίον ϑαλασσίου, Meerenge, Aesch. Prom. 364, der auch πεζούς τε καὶ ϑαλασσίους vrbdt, Pers. 550, Land- u. Seetruppen; ϑαλάσσιον ἐκρίψατε, werft ihn ins Meer, Soph. O. R. 1411; κλύδων Eur. Med. 28; ἀκτὰς ἐκλιπὼν ϑαλασσίους I. T. 236; βίος Archil. frg. 10; τῶν ἐχίνων ϑαλαττίων Plat. Euthvd. 298 d; ὄψον Pol. 34, 8, 6; mit dem Seewesen sich beschäftigend, Thuc. 1, 7; Ggstz von ἠπειρώτης 1, 83; von γεωργοί 4, 142; ἀναγκάσας ϑαλασσίους γενέσϑαι Ἀϑηναίους Her. 7, 144. – Auch στρώματα, mit Meerpurpur gefärbt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλάσσιος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλάσσιος — α, ο (AM θαλάσσιος, ία, ον, Α και θαλάσσιος, ον, αττ. τ. θαλάττιος, ία, ον και ος, ον) [θάλασσα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα, αυτός που υπάρχει ή γίνεται μέσα ή πάνω σε αυτήν, αυτός που προέρχεται από αυτήν (α. «θαλάσσια λουτρά»… …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιος — α, ο αυτός που έχει σχέση με τη θάλασσα: Θαλάσσια αύρα. – Θαλάσσιες συγκοινωνίες. – Θαλάσσιος πλούτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλάσσιος ελέφας — Βλ. λ. ελέφαντας, θαλάσσιος …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιος λέων — Βλ. λ. λιοντάρι της θάλασσας …   Dictionary of Greek

  • ελέφαντας, θαλάσσιος — Πτερυγόποδο θηλαστικό της οικογένειας των φωκιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές και έχει μήκος 6 7 μ. στο αρσενικό και περίπου 4 μ. στο θηλυκό. Το βάρος του φτάνει τους 3 και 1,5 τόνους αντίστοιχα. Η αξιοσημείωτη… …   Dictionary of Greek

  • θαλάττιον — θαλάσσιος of masc acc sg (attic) θαλάσσιος of neut nom/voc/acc sg (attic) θαλάσσιος of masc/fem acc sg (attic) θαλάσσιος of neut nom/voc/acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαττίων — θαλάσσιος of fem gen pl (attic) θαλάσσιος of masc/neut gen pl (attic) θαλάσσιος of masc/fem/neut gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσιδίων — θαλάσσιος of fem gen pl θαλάσσιος of masc/neut gen pl θαλασσίδιος fem gen pl θαλασσίδιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσίδιον — θαλάσσιος of masc acc sg θαλάσσιος of neut nom/voc/acc sg θαλασσίδιος masc acc sg θαλασσίδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλασσίων — θαλάσσιος of fem gen pl θαλάσσιος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”