θαλάσσειος, dasselbe, Orac. Sib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλάσσειος — θαλάσσειος, ον (Α) [θάλασσα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θάλασσα … Dictionary of Greek