θαλαμη-πόλος

θαλαμη-πόλος

θαλαμη-πόλος, im Schlafgemach, im Zimmer der Frau sich befindend, aufwartend, , Kammerfrau, Od. 7, 8. 23, 293; Aesch. Spt. 341; bei Soph. O. R. 1200 = das Brautgemach, Brautbett besteigend, ἁὐτὸς λιμὴν ἤρκεσεν παιδὶ καὶ πατρὶ ϑαλαμηπόλῳ πεσεῖν; auch Aphrodite heißt so, als Vermittlerinn u. Beschützerinn der Ehen, Κύπριϑαλαμηπόλε Philp. 54 (Plan. 1721. Später die Frauengemächer bewachenden Eunuchen, Plut. Alex. 30, u. die Priester der Kybele, die als Eunuchen den Dienst bei der Göttinn versahen, Diosc. 11 (VI, 220); aber auch Priesterinn dieser Göttinn, Rhian. IX (VI, 173); – ὄρφνη, Brautnacht, Mus. 231; Nonn. D. 7, 307.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… …   Dictionary of Greek

  • θεμιστοπόλος — ο (Α θεμιστοπόλος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θεμιστοπόλος ο νομικός, ο δικαστής, ο δικηγόρος αρχ. 1. (για βασιλείς και δικαστές) αυτός που απονέμει το δίκαιο 2. χρησμοδοτικός, μαντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι)* + πολος (< πέλω / ομαι),… …   Dictionary of Greek

  • θεσμοπόλος — θεσμοπόλος, ὁ (Α) ο θεμιστοπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + πόλος (< πέλομαι «κινούμαι, γίνομαι, υπάρχω, προέρχομαι»), πρβλ. θεμιστο πόλος, θαλαμη πόλος] …   Dictionary of Greek

  • ναοπόλος — και ιων. τ. νηοπόλος, ον (Α) 1. αυτός που κατοικεί στον ναό ή που ασχολείται με τον ναό («ναοπόλος μάντις», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ναοπόλος φύλακας, επιστάτης ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + πόλος (< πέλω / πέλομαι), πρβλ. θαλαμη πόλος, ονειρο …   Dictionary of Greek

  • νεκυηπόλος — νεκυηπόλος, ον (Α) αυτός που συναναστρέφεται με τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + πόλος (< πέλω / πέλομαι «κατευθύνομαι»), πρβλ. θαλαμη πόλος. Το η τού τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχέων] …   Dictionary of Greek

  • ορεωπολώ — ὀρεωπολῶ, έω (Α) περιποιούμαι ημιόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρεύς, έως «ημίονος» + πολῶ (< πόλος < πέλομαι), πρβλ. θαλαμη πολώ. Το θεματικό φωνήεν ω τού τ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση τής γεν. ὀρέως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”