- θαλασσί-γονος
θαλασσί-γονος, im Meere erzeugt, Παφία, Nonn. D. 13, 458.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσί-γονος, im Meere erzeugt, Παφία, Nonn. D. 13, 458.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρίγονος — ον, Α αυτός που γεννήθηκε ή παράχθηκε από τη φωτιά ή μέσα στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσί γονος, ορεσσί γονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία] … Dictionary of Greek
ορεσσίγονος — ὀρεσσίγονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) ὀρειγενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσσι (βλ. λ. όρος [II]) + γόνος (< γόνος), πρβλ. θαλασσί γονος] … Dictionary of Greek
θαλασσίγονος — θαλασσίγονος, ον (Α) φρ. «θαλασσιγόνου Παφίης» τής Αφροδίτης που γεννήθηκε απ τη θάλασσα, Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσι (< θάλασσα) + γονος (< γόνος), (πρβλ. πρό γονος, θεό γονος). Σύνθ. τού τ. τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek