- θαλασσίζω
θαλασσίζω, Meerwasser haben, nach Meerwasser schmecken, ὄστρεα Ath. III, 62 a u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσίζω, Meerwasser haben, nach Meerwasser schmecken, ὄστρεα Ath. III, 62 a u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσίζω — (Α) [θάλασσα] έχω τη γεύση θαλασσινού νερού («θαλασσίζοντα ὄστρεα»)· … Dictionary of Greek
θαλασσίζει — θαλασσίζω resemble sea water pres ind mp 2nd sg θαλασσίζω resemble sea water pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσίζοντα — θαλασσίζω resemble sea water pres part act neut nom/voc/acc pl θαλασσίζω resemble sea water pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάσσισον — θαλασσίζω resemble sea water aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθαλαττίζει — καταθαλασσίζει , κατά θαλασσίζω resemble sea water pres ind mp 2nd sg καταθαλασσίζει , κατά θαλασσίζω resemble sea water pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταθαλαττίζοντα — καταθαλασσίζοντα , κατά θαλασσίζω resemble sea water pres part act neut nom/voc/acc pl καταθαλασσίζοντα , κατά θαλασσίζω resemble sea water pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
θαλαττίζουσαι — θαλασσίζουσαι , θαλασσίζω resemble sea water pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)