- θαλασσία
θαλασσία, ἡ, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσία, ἡ, eine Pflanze, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσία — θαλασσίᾱ , θαλάσσιος of fem nom/voc/acc dual θαλασσίᾱ , θαλάσσιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) θαλασσίᾱ , θαλασσία fem nom/voc/acc dual θαλασσίᾱ , θαλασσία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσίᾳ — θαλασσίᾱͅ , θαλάσσιος of fem dat sg (attic doric aeolic) θαλασσίᾱͅ , θαλασσία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 435 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, 16 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τοπείρου. * * * η βλ. θαλάσσιος … Dictionary of Greek
θαλάσσια — θαλάσσιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάσσια αύρα — Ελαφρύς άνεμος που πνέει κοντά στις ακτές, από την ανοιχτή θάλασσα, κατά τη διάρκεια σχετικά θερμών ημερών. Αν σε μια παράκτια περιοχή επικρατεί νηνεμία και ο καιρός είναι αίθριος κατά την ανατολή του Ήλιου, τότε, επειδή η ξηρά θερμαίνεται πιο… … Dictionary of Greek
θαλάσσια ζώα — Βλ. λ. θαλάσσιο περιβάλλον … Dictionary of Greek
θαλάσσια οικοσυστήματα — Βλ. λ. θαλάσσιο περιβάλλον … Dictionary of Greek
θαλάσσια φυτά — Βλ. λ. θαλάσσιο περιβάλλον … Dictionary of Greek
ρεύματα θαλάσσια — Συνεχείς και με σταθερή διεύθυνση μετατοπίσεις μαζών νερού στους ωκεανούς· μπορούν να είναι οριζόντιες κινήσεις (είτε στην επιφάνεια είτε σε βάθος) ή κάθετες (με ανυψώσεις και καταβυθίσεις των μαζών νερού) και να παρουσιάζουν διεύθυνση, πλάτος,… … Dictionary of Greek
θαλασσίας — θαλασσίᾱς , θαλάσσιος of fem acc pl θαλασσίᾱς , θαλάσσιος of fem gen sg (attic doric aeolic) θαλασσίᾱς , θαλασσία fem acc pl θαλασσίᾱς , θαλασσία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… … Dictionary of Greek