θαλασσίτης

θαλασσίτης

θαλασσίτης, οἶνος, = ϑαλασσίας. Vgl. ϑαλασσόω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλασσίτης — θαλασσίτης, ό (Α) 1. (ενν. οίνος) οίνος που διατηρούνταν μέσα σε θαλασσινό νερό ή είχε αναμιχθεί με θαλασσινό νερό 2. μια από τις ποικιλίες τού λίθου υάκινθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. ιτης (πρβλ. αιματ ίτης, μελιτ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσίτης — sunk in the sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”