- θαλασσο-βίωτος
θαλασσο-βίωτος, vom Meere lebend, darin seinen Unterhalt suchend, App. Pun. 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσο-βίωτος, vom Meere lebend, darin seinen Unterhalt suchend, App. Pun. 89.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσοβίωτος — θαλασσοβίωτος, ον (Α) αυτός που εξασφαλίζει τα αναγκαία για να ζήσει από τη θάλασσα, ο θαλασσόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βιωτός (< βιώ < βίος), πρβλ. α βίωτος, ευ συμ βίωτος] … Dictionary of Greek