- θαλασσο-μέδων
θαλασσο-μέδων, ὁ, Meerbeherrscher, Poseidon, Nonn. D. 21, 95; fem. dor. σαλασσομέδοισα Ἰνώ, Alcman bei Hephaest. p. 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσο-μέδων, ὁ, Meerbeherrscher, Poseidon, Nonn. D. 21, 95; fem. dor. σαλασσομέδοισα Ἰνώ, Alcman bei Hephaest. p. 81.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαομέδων — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Τροίας, γιος του Ίλου και της Ευρυδίκης, πατέρας πολλών παιδιών, μεταξύ των οποίων και του Πριάμου και της Ησιόνης. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι ο Λ. αρνήθηκε να καταβάλει στον Ποσειδώνα και στον Απόλλωνα,… … Dictionary of Greek
ποντομέδων — οντος, ὁ, ετερόκλ. γεν. ποντομέδοιο, Α (ιδίως για τον Ποσειδώνα) ο άρχοντας τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + μέδων «κυρίαρχος, κύριος» (πρβλ. θαλασσο μέδων, λαο μέδων)] … Dictionary of Greek
ωρομέδων — Οροσειρά (υψόμ. 878 μ.) που διασχίζει την Κω, με διεύθυνση από τα Δ προς τα N, και η οποία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του νησιού. Στην υψηλότερη κορυφή της βρίσκεται η Μονή του Χριστού Δικαίου, γι’ αυτό και η κορυφή ονομάζεται Δικαίος. Άλλες… … Dictionary of Greek
θαλασσομέδων — θαλασσομέδων, ό (Α) ο κύριος τής θάλασσας, ο θεός τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + μέδων «κυρίαρχος, κύριος»] … Dictionary of Greek