- θαλασσο-μιγής
θαλασσο-μιγής, ές, mit Meerwasser vermischt, Hesych. v. ἁλικίανες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσο-μιγής, ές, mit Meerwasser vermischt, Hesych. v. ἁλικίανες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσομιγής — θαλασσομιγής, ές (Α) ανάμικτος με θαλασσινό νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + μιγής < θ. μιγ. , πρβλ. μιγάς, εμίγην τού μείγνυμι), πρβλ. αερο μιγής, πολυ μιγής] … Dictionary of Greek
λεοντομιγής — λεοντομιγής, ές (Α) (για ζώο) αυτός που προήλθε από τη μίξη λιονταριού με άλλο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + μιγής (< θ. μιγ , πρβλ. ἐ μίγ ην, παθ. αόρ. β τού μείγνυμι), πρβλ. θαλασσο μιγής, ιππο μιγης] … Dictionary of Greek