- θαλασσο-βαφής
θαλασσο-βαφής, ές, ins Meer getaucht, Schol. Od. 6, 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσο-βαφής, ές, ins Meer getaucht, Schol. Od. 6, 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσοβαφής — θαλασσοθαφής, ές (Α) 1. αυτός που έχει βαπτισθεί σε θαλασσινό νερό 2. αυτός που έχει το χρώμα τής θαλασσινής πορφύρας, ο αλιπόρφυρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βαφής (< βάπτω), πρβλ. ευ βαφής πολυ βαφής] … Dictionary of Greek
μηλοβαφής — μηλοβαφής, ές (Α) βαμμένος με κίτρινο χρώμα, όπως είναι το χρώμα τών κυδωνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + βαφής (< θ. βαφ , πρβλ. βαφή τού βάπτω), πρβλ. θαλασσο βαφής, χρυσο βαφής] … Dictionary of Greek
ουρανοβαφής — οὐρανοβαφής, ές (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρονο * + βαφής (< βάπτω), πρβλ. θαλασσο βαφής] … Dictionary of Greek