- θαλασσό-χροος
θαλασσό-χροος, meerfarbig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσό-χροος, meerfarbig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσόχρους — ουν (Μ θαλασσόχρους, ουν και οος, οον) ο θαλασσόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + χροος (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά χρους, μελάγ χρους. Ο μσν. τ. θαλασσόχροος μαρτυρείται ασυναίρετος] … Dictionary of Greek
ουρανόχρους — ουν (Α οὐρανόχρους, ουν και οος, οον και οὐρανόχρως, ων) αυτός που έχει το χρώμα ή τη φωτεινότητα τού ουρανού, γαλάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + χρώς, χροός «επιδερμίδα» (πρβλ. θαλασσό χρους)] … Dictionary of Greek