- θαλασσό-τοκος
θαλασσό-τοκος, meergeboren, Nonn. D. 39, 341.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσό-τοκος, meergeboren, Nonn. D. 39, 341.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαλασσότοκος — θαλασσότοκος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + τοκος (< τόκος < τίκτω). Ο τονισμός στην προπαραλήγουσα προσδίδει στο β συνθετικό παθητική σημασία (πρβλ. εχιδνό τοκος, πρωτό τοκος)]. ο ζωολ.… … Dictionary of Greek
πυρίτοκος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε μέσα στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. θαλασσό τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημασία] … Dictionary of Greek