- θνητο-γενής
θνητο-γενής, ές, sterbliches Geschlechts, καὶ βροτός Soph. Ant. 829; in dor. Form ϑνατογενής, Eur. Herc. Fur. 798.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θνητο-γενής, ές, sterbliches Geschlechts, καὶ βροτός Soph. Ant. 829; in dor. Form ϑνατογενής, Eur. Herc. Fur. 798.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πορνογενής — ές, ΝΑ αυτός που γεννήθηκε από πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θνητο γενής] … Dictionary of Greek
θνητογενής — και δωρ. τ. θνατογενής, ές (Α) ο καταγόμενος από θνητό γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + γενής (< γένος), πρβλ. θεα γενής, θνησι γενής] … Dictionary of Greek