- παρα-δρύπτω
παρα-δρύπτω, an der Seite zerkratzen, Liban.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-δρύπτω, an der Seite zerkratzen, Liban.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρεδρύφθην — παρά δρύπτω tear plup ind mp 3rd dual παρά δρύπτω tear aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) παρά δρύπτω tear aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιδρύπτω — Α 1. ξεφλουδίζω, αφαιρώ ολόγυρα τον φλοιό 2. καταξεσχίζω γύρω γύρω («ἐκ δίφροιο παρὰ τροχὸν ἐξεκυλίσθη, ἀγκῶνάς τε περιδρύφθη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δρύπτω «ξεσχίζω, ξεφλουδίζω»] … Dictionary of Greek