λαβ-άργυρος

λαβ-άργυρος

λαβ-άργυρος, Geld nehmend für Etwas, was man thut, Timon bei Ath. IX, 406 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαβάργυρος — λαβάργυρος, ον (Α) αυτός που παίρνει χρήματα για κάτι, που κάνει κάτι με πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαβ (πρβλ. ἔ λαβ ον αόρ. τού λαμβάνω) + ἄργυρος (πρβλ. φιλ άργυρος, ψευδ άργυρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”