θαμά

θαμά

θαμά (ἅμα), in Haufen, dichtgedrängt, schaarenweis, ϑαμὰ ϑρώσκοντας ὀϊστο ύς Il. 15, 470. Häufiger von der Zeit, oft, häufig, oft od. schnell nach einander, ταῠτα ϑάμ' ἐβάζετε Il. 16, 207; Od. 16, 27 u. öfter; Pind. Ol. 1, 25 u. öfter; κακῶς κλύουσα πρὸς σέϑεν ϑαμά Soph. El. 514, öfter; Eur. I.T. 6. Auch in Prosa, Plat. Phaed. 72 e Parmen. 130 a; καὶ ἐκ τῶν ὕπνων ὥςπερ οἱ παῖδες ϑαμὰ ἐγειρόμενος δειμαίνει Rep. I, 330 e; Xen. Mem. 2, 1, 22; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαμά — (AM) επίρρ. συχνά («κατασκοπεῖσθαι δὲ θαμὰ ἑαυτήν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. θαμά, όπως εξάλλου τα επιρρήματα σε α (πρβλ. κάρτα, τάχα κ.ά.) προέρχεται από ένα ουδ. ουσ. σε η (το *θαμά, «μεγάλος αριθμός, πλήθος») και συνδέεται πιθ. με το θημ ών,… …   Dictionary of Greek

  • θαμά — often indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάμα — το βλ. θαύμα …   Dictionary of Greek

  • θάμα — το βλ. θαύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαμᾶ — θαμέες crowded neut acc pl (doric aeolic) θαμέες crowded neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμ' — θαμά , θαμά often indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θάμ' — θαμά , θαμά often indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμάκις — (Α) επίρρ. συχνά, θαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πολλάκις)] …   Dictionary of Greek

  • θαμέες — θαμέες, oἱ, θηλ. θαμειαί (Α) 1. συνωστισμένοι, στριμωγμένοι, πυκνοί («ὀδόντες... ὑὸς θαμέες ἔχον», Ομ. Ιλ.) 2. συχνοί («θαμέες λυγμοί», Νίκ.). επίρρ... θαμέως (Α) συχνά, θαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το επίρρ. θαμά*, έχει υποτεθεί αμάρτ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • θαμινός — και θαμεινός, ή, όν (Α) 1. συχνός, πυκνός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) θαμινά συχνά. επίρρ... θαμινώς (Α) θαμά, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πυκινός)] …   Dictionary of Greek

  • Medieval Greek — Ἑλληνική Ellinikí Spoken in eastern Mediterranean Extinct developed into Modern Greek by 1453 …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”