θαμά — (AM) επίρρ. συχνά («κατασκοπεῖσθαι δὲ θαμὰ ἑαυτήν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. θαμά, όπως εξάλλου τα επιρρήματα σε α (πρβλ. κάρτα, τάχα κ.ά.) προέρχεται από ένα ουδ. ουσ. σε η (το *θαμά, «μεγάλος αριθμός, πλήθος») και συνδέεται πιθ. με το θημ ών,… … Dictionary of Greek
θαμά — often indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμα — το βλ. θαύμα … Dictionary of Greek
θάμα — το βλ. θαύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαμᾶ — θαμέες crowded neut acc pl (doric aeolic) θαμέες crowded neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμ' — θαμά , θαμά often indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμ' — θαμά , θαμά often indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμάκις — (Α) επίρρ. συχνά, θαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πολλάκις)] … Dictionary of Greek
θαμέες — θαμέες, oἱ, θηλ. θαμειαί (Α) 1. συνωστισμένοι, στριμωγμένοι, πυκνοί («ὀδόντες... ὑὸς θαμέες ἔχον», Ομ. Ιλ.) 2. συχνοί («θαμέες λυγμοί», Νίκ.). επίρρ... θαμέως (Α) συχνά, θαμά. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το επίρρ. θαμά*, έχει υποτεθεί αμάρτ. τ.… … Dictionary of Greek
θαμινός — και θαμεινός, ή, όν (Α) 1. συχνός, πυκνός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) θαμινά συχνά. επίρρ... θαμινώς (Α) θαμά, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πυκινός)] … Dictionary of Greek
Medieval Greek — Ἑλληνική Ellinikí Spoken in eastern Mediterranean Extinct developed into Modern Greek by 1453 … Wikipedia