- θαμβαίνω
θαμβαίνω, = ϑαμβέω, staunen, anstaunen, bewundern, H. h. Ven. 84 Merc. 407.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαμβαίνω, = ϑαμβέω, staunen, anstaunen, bewundern, H. h. Ven. 84 Merc. 407.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαμβαίνω — (Α) [θάμβος] είμαι έκπληκτος, είμαι κατάπληκτος («θάμβαινε σταθείς», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
θάμβαινε — θαμβαίνω to be astonished at pres imperat act 2nd sg θαμβαίνω to be astonished at imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμβος — το (Α θάμβος, εος, τό και θάμβος, ὁ) 1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ) 2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος 3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό νεοελλ. ιατρ … Dictionary of Greek