- θαμβαλέος
θαμβαλέος, erstaunlich, wunderbar, ϑαυμαστός, φοβερός, Hesych.; erstaunt, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαμβαλέος, erstaunlich, wunderbar, ϑαυμαστός, φοβερός, Hesych.; erstaunt, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θαμβαλέος — θαμβαλέος, α, ον (Α) 1. έκπληκτος 2. θαυμαστός, φοβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμβος + επίθημα αλέος* (πρβλ. αυχμ αλέος, θαρσ αλέος)] … Dictionary of Greek
θαμβαλέη — θαμβαλέος astonished fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμβαλέην — θαμβαλέος astonished fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμβαλέοισιν — θαμβαλέος astonished masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμβαλέους — θαμβαλέος astonished masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμβαλέῃ — θαμβαλέος astonished fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμβαλέῳ — θαμβαλέος astonished masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμβος — το (Α θάμβος, εος, τό και θάμβος, ὁ) 1. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα («και ἐγένετο θάμβος ἐπὶ πάντας», ΚΔ) 2. φόβος που προέρχεται από τη θέα κάποιου καταπληκτικού πράγματος 3. λαμπρότητα, μεγαλείο που προκαλεί κατάπληξη ή θαυμασμό νεοελλ. ιατρ … Dictionary of Greek
θαμβαλέηι — θαμβαλέῃ , θαμβαλέος astonished fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)