- λαβιδόω
λαβιδόω, anheften, feststecken. Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαβιδόω, anheften, feststecken. Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαβιδοῦνται — λαβιδόω seize with pincers pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβιδοῦσθαι — λαβιδόω seize with pincers pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλαβίδων — κατά λαβιδόω seize with pincers imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κατά λαβιδόω seize with pincers imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)