θαμινός — και θαμεινός, ή, όν (Α) 1. συχνός, πυκνός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) θαμινά συχνά. επίρρ... θαμινώς (Α) θαμά, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πυκινός)] … Dictionary of Greek
θαμινός — crowded masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμινά — θαμινός crowded neut nom/voc/acc pl θαμινά̱ , θαμινός crowded fem nom/voc/acc dual θαμινά̱ , θαμινός crowded fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμινώτερον — θαμινός crowded adverbial comp θαμινός crowded masc acc comp sg θαμινός crowded neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμινόν — θαμινός crowded masc acc sg θαμινός crowded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμιναῖς — θαμινός crowded fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμιναί — θαμινός crowded fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμινοῖς — θαμινός crowded masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμινοῖσι — θαμινός crowded masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμινοῖσιν — θαμινός crowded masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμινοί — θαμινός crowded masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)