θαμινός

θαμινός

θαμινός (ϑαμά, vgl. ϑαμειός), häufig, ϑαμινώτατος erkl. Suid. πυκνότατος. Gebräuchlich scheint nur ϑαμινά adverbial, häufig, oft, Pind. Ol. 1, 53 N. 3, 42; in Prosa, Xen. Mem. 3, 11, 15 u. A. – VLL. haben auch adv. ϑαμινῶς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαμινός — και θαμεινός, ή, όν (Α) 1. συχνός, πυκνός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) θαμινά συχνά. επίρρ... θαμινώς (Α) θαμά, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πυκινός)] …   Dictionary of Greek

  • θαμινός — crowded masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμινά — θαμινός crowded neut nom/voc/acc pl θαμινά̱ , θαμινός crowded fem nom/voc/acc dual θαμινά̱ , θαμινός crowded fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμινώτερον — θαμινός crowded adverbial comp θαμινός crowded masc acc comp sg θαμινός crowded neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμινόν — θαμινός crowded masc acc sg θαμινός crowded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμιναῖς — θαμινός crowded fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμιναί — θαμινός crowded fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμινοῖς — θαμινός crowded masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμινοῖσι — θαμινός crowded masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμινοῖσιν — θαμινός crowded masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαμινοί — θαμινός crowded masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”