- λαξευτικός
λαξευτικός, das Steinhauen betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαξευτικός, das Steinhauen betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαξευτικός — ή, ό (AM λαξευτικός, ή, όν) [λαξευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαξευτή ή στην τέχνη του («λαξευτικό εργαλείο») … Dictionary of Greek
λαξευτικά — λαξευτικός of neut nom/voc/acc pl λαξευτικά̱ , λαξευτικός of fem nom/voc/acc dual λαξευτικά̱ , λαξευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαξευτικόν — λαξευτικός of masc acc sg λαξευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαξευτικῆς — λαξευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαξευτική — λαξευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαξευτικήν — λαξευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαξικός — λαξικός, ή, όν (Α) [λαξός] 1. λαξευτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαξικά φόρος που επιβαλλόταν στους λαξευτές, στους λιθοξόους … Dictionary of Greek