- παρα-κῡμάτιος
παρα-κῡμάτιος, bei od. neben den Meereswellen? – χιτωνίσκος, wellenartig gearbeitet, oder wie moiré, Inscr. I p. 249.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-κῡμάτιος, bei od. neben den Meereswellen? – χιτωνίσκος, wellenartig gearbeitet, oder wie moiré, Inscr. I p. 249.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περικυμάτιος — ον, Α αυτός που έχει κυματοειδή παρυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κῦμα, τος + κατάλ. ιος (πρβλ. παρα κυμάτιος)] … Dictionary of Greek