κερατηφόρος — κερατηφόρος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + συνδετικό φωνήεν η (πρβλ. στεφ η φόρος) + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατη φόρος] … Dictionary of Greek
ζειροφόρος — ζειροφόρος, ον (Α) αυτός που φοράει ζειρά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζειρά + φορος < φέρω (πρβλ. ελπιδο φόρος, θανατη φόρος)] … Dictionary of Greek
θαλλοφόρος — ο (Α θαλλοφόρος, ον) αυτός που κρατά στο χέρι θαλλό αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ θαλλοφόροι αυτοί που κρατούσαν θαλλούς ελιάς κατά την εορτή τών Παναθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + φορος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
καλαθηφόρος — καλαθηφόρος, ον (Α) 1. αυτός που κρατά καλάθι 2. στον πληθ. Καλαθηφόροι τίτλος δράματος τού Ευβούλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλαθηφόρος αντί *καλαθοφόρος για μετρικούς λόγους προέρχεται από κάλαθος + φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατη φόρος,… … Dictionary of Greek
καματηφόρος — καματηφόρος, ον (Α) αυτός που επιφέρει κάματο, κόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + φόρος (< φέρω), κατά το πρότυπο τών θανατη φόρος, λαμπαδη φόρος, τών οποίων το η οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
κινησιφόρος — κινησιφόρος, ον (Α) αυτός που προκαλεί κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κινησι < κινῶ + φόρος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος, λογχη φόρος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
κρεοφόρος — κρεοφόρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρει κρέατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, θανατη φόρος] … Dictionary of Greek
κυπελλοφόρος — α, ο (Α κυπελλοφόρος, ον) νεοελλ. βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κυπελλοφόρα τα φυτά τών οποίων ο καρπός περιβάλλεται με κύπελλο αρχ. 1. αυτός που μεταφέρει κύπελλα 2. αυτός ο οποίος προσφέρει σε κάποιον κύπελλο («Ἥφαιστος κυπελλοφόρος γίνεται… … Dictionary of Greek
λαχανηφόρος — και λαχανοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει, που μεταφέρει λάχανα («λαχανηφόροι ἄνδρες», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + φόρος (< φέρω). Το συνδ. φωνήεν η τού τ. λαχανηφόρος σχηματίστηκε πιθ. αναλογικά προς άλλα σύνθ. με β συνθετικό ηφόρος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πυρετοφόρος — ον, Α αυτός που προξενεί πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρετός + φόρος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος] … Dictionary of Greek
τελετηφορία — ἡ, Α τελετουργία, ιεροτελεστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή + φορία (< φόρος*), πρβλ. θανατη φορία] … Dictionary of Greek