- θανατηρός
θανατηρός, tödtlich, Eust. 1336, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θανατηρός, tödtlich, Eust. 1336, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θανατηρός — poisonous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηρός — ή, ό (Μ θανατηρός, ά, όν) θανατηφόρος («θανατηρὰ βοτάνη», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα ηρός* (πρβλ. μοχθ ηρός, οδυν ηρός, πον ηρός)] … Dictionary of Greek
θανατηρά — θανατηρός poisonous neut nom/voc/acc pl θανατηρά̱ , θανατηρός poisonous fem nom/voc/acc dual θανατηρά̱ , θανατηρός poisonous fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηρῶν — θανατηρός poisonous fem gen pl θανατηρός poisonous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηρόν — θανατηρός poisonous masc acc sg θανατηρός poisonous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηραί — θανατηρός poisonous fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηροῦ — θανατηρός poisonous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηρᾶς — θανατηρός poisonous fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατηρᾷ — θανατηρός poisonous fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
θανατερός — ή, ό ο θανάσιμος, ο θανατηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. θανατηρός (< θάνατος + κατάλ. ηρός), πρβλ. μελετ ηρός, πον ηρός] … Dictionary of Greek