- θανατικός
θανατικός, den Tod betreffend, zu ihm gehörig, δίκη, κρίσις, Proceß auf Tod u. Leben, Criminalproceß, Plut. Pericl. 10 Alex. 42 u. a. Sp.; auch adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θανατικός, den Tod betreffend, zu ihm gehörig, δίκη, κρίσις, Proceß auf Tod u. Leben, Criminalproceß, Plut. Pericl. 10 Alex. 42 u. a. Sp.; auch adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θανατικός — deadly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικός — ή, ό (AM θανατικός, ή, όν) [θάνατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάνατο ή συνεπάγεται τον θάνατο (α. «θανατική ποινή» β. «θανατική δίκη» δίκη κατά την οποία η απόφαση περί ενοχής τού κατηγορουμένου συνεπάγεται καταδίκη του σε θάνατο,… … Dictionary of Greek
θανατικός — ή, ό αυτός που έχει ως συνέπεια το θάνατο: Του επιβλήθηκε θανατική ποινή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θανατικά — θανατικός deadly neut nom/voc/acc pl θανατικά̱ , θανατικός deadly fem nom/voc/acc dual θανατικά̱ , θανατικός deadly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικῶν — θανατικός deadly fem gen pl θανατικός deadly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικόν — θανατικός deadly masc acc sg θανατικός deadly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικαῖς — θανατικός deadly fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικοῖς — θανατικός deadly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικοί — θανατικός deadly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικοῦ — θανατικός deadly masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θανατικούς — θανατικός deadly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)