- λαιμή-τομος
λαιμή-τομος, poet. = λαιμότομος, κεφαλαί, Eur. I. A. 776, v. l.; – aber λαιμητόμος, die Kehle abschneidend, ξίφη, Philp. 13 (VI, 101).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαιμή-τομος, poet. = λαιμότομος, κεφαλαί, Eur. I. A. 776, v. l.; – aber λαιμητόμος, die Kehle abschneidend, ξίφη, Philp. 13 (VI, 101).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
καλαμητόμος — καλαμητόμος, ον (Α) αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι τού σταριού, θεριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμη τόμος, υλο τόμος] … Dictionary of Greek
λαοτόμος — λαοτόμος, ον (Α) 1. (για εργαλείο) αυτό που κόβει πέτρες 2. λατόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας, γεν. λᾶος + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμη τόμος, λιθο τόμος] … Dictionary of Greek
πρωκτοτόμος — ο, Ν ιατρ. χειρουργικό μαχαιρίδιο κατάλληλο για την εκτέλεση πρωκτοτομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωκτός + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμη τόμος] … Dictionary of Greek
σταχυοτόμος — και σταχυητόμος, ον, Α 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σταχυοτόμος θεριστική μηχανή 2. φρ. «σταχυητόμον ὅπλον» το δρεπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος, + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμη τόμος. Το συνδ. φων. η τού τ. σταχυητόμος οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
κεφαλοτόμος — κεφαλοτόμος, ον (Α) αυτός που αποκεφαλίζει, αποκεφαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + τόμος (< τέμνω «κόβω»), πρβλ. λαιμη τόμος, υλοτόμος] … Dictionary of Greek