- λαιμώσσω
λαιμώσσω, = λαιμάσσω, Nic. Al. 352.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαιμώσσω, = λαιμάσσω, Nic. Al. 352.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαιμώσσω — (Α) βλ. λαιμάσσω … Dictionary of Greek
λαιμώσσων — λαιμώσσω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμάσσω — και λαιμώσσω, αττ. τ. λαιμάττω (Α) τρώγω λαίμαργα, καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + επίθημα άσσω (πρβλ. σπαρ άσσω). Ο τ. λαιμώσσω < λαιμός + επίθημα ώσσω, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. αμβλυ ώσσω, καρδι ώσσω)] … Dictionary of Greek
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek