λαιμάσσω

λαιμάσσω

λαιμάσσω, att. λαιμάττω, gierig verschlingen, fressen, Ar. Eccl. 1178.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαιμάσσω — to be grcedy pres subj act 1st sg λαιμάσσω to be grcedy pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμάσσω — και λαιμώσσω, αττ. τ. λαιμάττω (Α) τρώγω λαίμαργα, καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + επίθημα άσσω (πρβλ. σπαρ άσσω). Ο τ. λαιμώσσω < λαιμός + επίθημα ώσσω, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. αμβλυ ώσσω, καρδι ώσσω)] …   Dictionary of Greek

  • λαιμάσσοντα — λαιμάσσω to be grcedy pres part act neut nom/voc/acc pl λαιμάσσω to be grcedy pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμάττουσι — λαιμάσσω to be grcedy pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λαιμάσσω to be grcedy pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμάσσειν — λαιμάσσω to be grcedy pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαίμαστρον — λαίμαστρον, τὸ (Α) 1. χάσμα γης, βάραθρο 2. μτφ. άπληστος, αδηφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμάσσω + επίθημα τρον (πρβλ. ζύγασ τρον, στέγασ τρον)] …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • λαιμώσσω — (Α) βλ. λαιμάσσω …   Dictionary of Greek

  • λαιφάσσω — (Α) 1. λαφύσσω* 2. (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «ψηλαφώ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συμφυρμό τών λ. λαιμάσσω και λαφύσσω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”