- λαιμο-δακής
λαιμο-δακής, ές, die Kehle beißend, im Schlunde festhaftend, ἀκίδες ἀγκίστρων λαιμοδακεῖς Philp. 22 (ot, 5).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαιμο-δακής, ές, die Kehle beißend, im Schlunde festhaftend, ἀκίδες ἀγκίστρων λαιμοδακεῖς Philp. 22 (ot, 5).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαρκοδακής — ές, Α (ποιητ.) αυτός που δαγκώνει ή και τρώγει σάρκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + δακής (< δάκος, τὸ < δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θυμο δακής, λαιμο δακής] … Dictionary of Greek
σηψιδακής — ές, Α (για ερπετά) αυτός που προκαλεί σήψη με το δήγμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆψις + δακής (< δάκος, τὸ, «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. λαιμο δακής, σαρκο δακής] … Dictionary of Greek
λαιμοδακής — λαιμοδακής, ές (Α) αυτός που δαγκώνει τον λαιμό, αυτός που αγκιστρώνεται στον φάρυγγα («ἀγκίστρων λαιμοδακεῑς ἀκίδας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δακής (< δάκος, τὸ «δάγκωμα» < δάκνω), πρβλ. θυμο δακής, σαρκο δακής] … Dictionary of Greek