- λαβρώνιος
λαβρώνιος, ὁ, ein großer weiter Becher, mit Henkeln versehen, nach Ath. XI, 484 c ἀπὸ τῆς ἐν τῷ πίνειν λαβρότητος, mit Beispielen aus com., vgl. noch 500 e u. 784 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαβρώνιος, ὁ, ein großer weiter Becher, mit Henkeln versehen, nach Ath. XI, 484 c ἀπὸ τῆς ἐν τῷ πίνειν λαβρότητος, mit Beispielen aus com., vgl. noch 500 e u. 784 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαβρώνιος — λαβρώνιος, ὁ (AM) βλ. λαβρώνιον … Dictionary of Greek
λαβρώνιος — large wide cup masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρώνιοι — λαβρώνιος large wide cup masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρώνιον — λαβρώνιον, τὸ, και λαβρώνιος, ὁ (AM) είδος μεγάλου και πλατιού περσικού ποτηριού που είχε μεγάλες λαβές στολισμένες με ανάγλυφα ή και με πολύτιμους λίθους («ἔνδον ἔστ , ἄνδρες ποτηρίδια..., τραγέλαφοι, λαβρώνια», Μεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει… … Dictionary of Greek
λαβρωνίου — λαβρώνιον large wide cup neut gen sg λαβρώνιος large wide cup masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβρώνιον — large wide cup neut nom/voc/acc sg λαβρώνιος large wide cup masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)