λαβράκιον

λαβράκιον

λαβράκιον, τό, dim. von λάβραξ, Antiphan. bei Ath. XIV, 662 b; Amphis VII, 295 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαβράκιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβρακίου — λαβράκιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβρακίων — λαβράκιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβράκια — λαβράκιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβράκι — Είδος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας moronidae, της τάξης των περκομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Morone labrax ή Dicentrarchus labrax. Έχει μέσο μήκος περίπου 1 μ. και ζυγίζει από 9 έως 10 κιλά. Το σώμα του καλύπτεται από μεγάλα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”