- λαμπρό-φωνος
λαμπρό-φωνος, mit heller, lauter Stimme, Dem. 18, 313 im superlat.; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπρό-φωνος, mit heller, lauter Stimme, Dem. 18, 313 im superlat.; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικτρόφωνος — οἰκτρόφωνος, ον (Α) αυτός που έχει οικτρή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + φωνος (< φωνή), πρβλ. ισχυρό φωνος, λαμπρό φωνος] … Dictionary of Greek