- λαμπρό-τοξος
λαμπρό-τοξος, mit glänzendem Bogen, Schol. Il. 1, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπρό-τοξος, mit glänzendem Bogen, Schol. Il. 1, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οβριμότοξος — ὀβριμότοξος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρό τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + τόξος (< τόξο), πρβλ. λαμπρό τοξος] … Dictionary of Greek