- λαμπρό-πους
λαμπρό-πους, ποδος, mit glänzenden Füßen, Erkl. von ἀργυρόπεζα, Schol. Il. 1, 538.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπρό-πους, ποδος, mit glänzenden Füßen, Erkl. von ἀργυρόπεζα, Schol. Il. 1, 538.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαινόπους — οδος, ὁ, ἡ, Α 1. (κατά τον Θεόγνωστ.) «λευκόπους» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «λαμπρόπους». [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λαμπρό πους] … Dictionary of Greek