- λαμπρυντής
λαμπρυντής, ὁ, sich im Glanz und Prunk zeigend, ἵππος, ein sich brüstendes Prunkpferd, D. L. 6, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπρυντής, ὁ, sich im Glanz und Prunk zeigend, ἵππος, ein sich brüstendes Prunkpferd, D. L. 6, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαμπρυντής — bearing oneself proudly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρυντής — ο (Α λαμπρυντής) [λαμπρύνω] αυτός που δοξάζει, που προσδίδει αίγλη σε κάτι νεοελλ. 1. αυτός που κάνει κάτι να λάμπει 2. στιλβωτής παπουτσιών … Dictionary of Greek