- θεᾱματίζομαι
θεᾱματίζομαι, zuschauen, Walz rhett. 3 p. 540.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεᾱματίζομαι, zuschauen, Walz rhett. 3 p. 540.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεαματίζομαι — (Μ) [θέαμα] (αποθ.) 1. θεώμαι, μού παρέχεται θέαμα, βλέπω, παρατηρώ, εξετάζω 2. οραματίζομαι … Dictionary of Greek
θεαματισμός — θεαματισμός, ὁ (Μ) [θεαματίζομαι] το αποτέλεσμα τής θέας, το αποτέλεσμα τής παρατήρησης … Dictionary of Greek