- λεώ-βατος
λεώ-βατος, vom Volke betreten, ἡ λ., sc. ὁδός, die Heerstraße, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεώ-βατος, vom Volke betreten, ἡ λ., sc. ὁδός, die Heerstraße, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεώβατος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. λεωφόρος, οδός 2. «ἰχθὒς σελαχώδης». [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< λεω (βλ. λαο ) + βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιό βατος με τη σημ. 2 η λ. είναι πιθ. άλλος τ. τού λειόβατος, είδος ιχθύος] … Dictionary of Greek