- θεᾱτρίδιον
θεᾱτρίδιον, τό, dim. von ϑέατρον; Varr. R. R. 3, 5, 13; Vitruv. 7, 5, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεᾱτρίδιον, τό, dim. von ϑέατρον; Varr. R. R. 3, 5, 13; Vitruv. 7, 5, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεατρίδιον — θεατρίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού θέατρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + υποκορ. κατάλ. ίδιον, πρβλ. εγχειρ ίδιον, χοιρ ίδιον] … Dictionary of Greek
θεατριδίῳ — θεατρίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)