θεᾱτρίζω

θεᾱτρίζω

θεᾱτρίζω, 1) auf dem Theater sein, darauf spielen, Suid. u. Sp. – 2) aufs Theater bringen, öffentlich zur Schau stellen, bes. um Etwas lächerlich zu machen, od. zur Beschimpfung, N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεατρίζω — θεᾱτρίζω , θεατρίζω to be pres subj act 1st sg θεᾱτρίζω , θεατρίζω to be pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατρίζω — ισα, ίστηκα 1. διασύρω κάποιον δημόσια. 2. παθ., θεατρίζομαι πηγαίνω στο θέατρο: Δε θεατρίζεται συχνά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεατρίσῃ — θεᾱτρίσῃ , θεατρίζω to be aor subj mid 2nd sg θεᾱτρίσῃ , θεατρίζω to be aor subj act 3rd sg θεᾱτρίσῃ , θεατρίζω to be fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατρίζομαι — (AM θεατρίζω και θεατρίζομαι) [θέατρο] νεοελλ. θεατρίζομαι 1. συχνάζω στο θέατρο, παρακολουθώ τακτικά θεατρικές παραστάσεις 2. πηγαίνω στο θέατρο για να δω θεατρική παράσταση (μσν. αρχ.) 1. ενεργ. θεατρίζω εκθέτω κάποιον σε δημόσια θέα,… …   Dictionary of Greek

  • θεατριζόντων — θεᾱτριζόντων , θεατρίζω to be pres part act masc/neut gen pl θεᾱτριζόντων , θεατρίζω to be pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατρίζει — θεᾱτρίζει , θεατρίζω to be pres ind mp 2nd sg θεᾱτρίζει , θεατρίζω to be pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατρίζοντα — θεᾱτρίζοντα , θεατρίζω to be pres part act neut nom/voc/acc pl θεᾱτρίζοντα , θεατρίζω to be pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατρίζουσι — θεᾱτρίζουσι , θεατρίζω to be pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θεᾱτρίζουσι , θεατρίζω to be pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατρίζουσιν — θεᾱτρίζουσιν , θεατρίζω to be pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θεᾱτρίζουσιν , θεατρίζω to be pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεατρίσαι — θεᾱτρίσαι , θεατρίζω to be aor inf act θεᾱτρίσαῑ , θεατρίζω to be aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”