- θεᾱτρο-ειδής
θεᾱτρο-ειδής, ές, theaterförmig, D. Sic. 19, 45; Strab. IV, 179; auch adv., XVI, 763.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεᾱτρο-ειδής, ές, theaterförmig, D. Sic. 19, 45; Strab. IV, 179; auch adv., XVI, 763.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεατροειδής — ές (Α θεατροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με θέατρο, που έχει σχήμα θεάτρου. επίρρ... θεατροειδῶς (Α) 1. θεατρικά, σαν θέατρο 2. ως θεατής στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + ειδής < είδος (πρβλ. ατρακτο ειδής, ευ ειδής)] … Dictionary of Greek