- θεᾱτρο-κόπος
θεᾱτρο-κόπος, um den Beifall der Zuschauer buhlend, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεᾱτρο-κόπος, um den Beifall der Zuschauer buhlend, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεατροκόπος — θεατροκόπος, ον (Α) αυτός που επιδιώκει επευφημίες και χειροκροτήματα με δημοκοπικά μέσα και με κολακείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κόπος. ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
μετεωροκόπος — μετεωροκόπος, ο (Α) αυτός που φλυαρεί για υψηλά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κόπος, θεατρο κόπος] … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek