- θεᾱτριστής
θεᾱτριστής, ὁ, Schauspieler, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεᾱτριστής, ὁ, Schauspieler, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεατριστής — θεατριστής, ὁ (Α) [θεατρίζομαι] (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) ηθοποιός, υποκριτής … Dictionary of Greek
θεατριστής — stageplayer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεατριστικός — θεατριστικός, ή, όν (Μ) [θεατριστής] επιδεικτικός … Dictionary of Greek