- θεᾱτρό-μορφος
θεᾱτρό-μορφος, = ϑεατροειδής, Lycophr. 600.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεᾱτρό-μορφος, = ϑεατροειδής, Lycophr. 600.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεατρόμορφος — θεατρόμορφος, ον (Α) θεατροειδής, αυτός που έχει σχήμα θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος] … Dictionary of Greek