λείψ-ανδρος

λείψ-ανδρος

λείψ-ανδρος, den Mann verlassend, Schol. Eur. Or. 250.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… …   Dictionary of Greek

  • λείψανδρος — λείψανδρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει έλλειψη ανδρικού πληθυσμού 2. (για γυναίκα) αυτή που εγκαταλείπει τον άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ (βλ. λείπω) + ανδρος (< ἀνήρ), πρβλ. άν ανδρος, φίλ ανδρος] …   Dictionary of Greek

  • λειπανδρία — και λιπανδρία, ἡ (Α) λειψανδρία, έλλειψη ανδρών («ἡ γὰρ χηρεία λειπανδρία τίς ἐστιν, οὐκ ἀφανισμὸς τέλειος», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Χαρακτηριστική περίπτωση ρηματικού συνθέτου που για τον σχηματισμό του χρησιμοποιήθηκαν διάφορα θέματα (ενεστωτικό,… …   Dictionary of Greek

  • σπανανδρία — η, ΝΜΑ νεοελλ. βιολ. α) χαρακτηριστικό ζωικών ειδών στα οποία τα παρθενογενετικά θηλυκά άτομα παράγουν κυρίως θηλυκούς απογόνους ή, σε μια ακραία περίπτωση, το είδος αποτελείται μόνο από θηλυκά άτομα αναπαραγόμενα μόνο παρθενογενετικά β) σταδιακή …   Dictionary of Greek

  • λείψανο — το (AM λείψανον) 1. τεμάχιο που απέμεινε από ένα όλο, υπόλειμμα, υπόλοιπο, κατάλοιπο, απομεινάρι (α. «τα λείψανα τού γεύματος τά έφαγε ο σκύλος» β. «Ἀργοῡς κάρα σὺν λειψάνῳ πεπληγμένος», Ευρ.) 2. το νεκρό ανθρώπινο σώμα, πτώμα, σορός, σκήνωμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”