- λείψ-υδρος
λείψ-υδρος, wasserlos?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λείψ-υδρος, wasserlos?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειψυδρώ — λειψυδρῶ, έω (Μ) 1. πάσχω από έλλειψη νερού 2. συνεκδ. ξεραίνομαι τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ (βλ. λείπω) + ὑδρῶ (< * υδρος < ὕδωρ), πρβλ. εν υδρώ] … Dictionary of Greek
χλωρυδρία — η, Ν (βιοχ.) η ποσότητα τού χλωρίου που περιέχεται, μετά από ένα σύνηθες γεύμα, στο γαστρικό υγρό υπό τη μορφή υδροχλωρικού οξέος ή χλωριούχων οργανικών ενώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + υδρία (< υδρος < θ. υδρ τής λ. ὕδωρ*), πρβλ. λειψ… … Dictionary of Greek