- λιθ-ώπης
λιθ-ώπης, ες, wie Stein anzusehen, steinern, ὀφϑαλμοί, Tryphiod. 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθ-ώπης, ες, wie Stein anzusehen, steinern, ὀφϑαλμοί, Tryphiod. 68.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθώπης — λιθώπης, ες, θηλ. και λιθώπις, ιδος (Α) 1. ο διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους 2. το θηλ. ἡ λιθῶπις αυτή που απολιθώνει με το βλέμμα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ώπης (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ ώπης, χαριτ ώπης] … Dictionary of Greek