- θεο-μῡθία
θεο-μῡθία, ἡ, Mythologie, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεο-μῡθία, ἡ, Mythologie, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεομυθία — θεομυθία, ή (Α) η θεία μάθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μυθία (< μύθος), πρβλ. ακριτο μυθία, στιχο μυθία] … Dictionary of Greek