- λιθο-δόμητος
λιθο-δόμητος, dasselbe, τεῖχος, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθο-δόμητος, dasselbe, τεῖχος, Ios.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεοδόμητος — νεοδόμητος, ον (Α) νεόκτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δόμητος (< δομώ), πρβλ. λιθο δόμητος] … Dictionary of Greek