- λιθο-δόμος
λιθο-δόμος, von Steinen bauend, ὁ, der Maurer, neben τέκτων, Xen. Cyr. 3, 2, 11 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιθο-δόμος, von Steinen bauend, ὁ, der Maurer, neben τέκτων, Xen. Cyr. 3, 2, 11 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικοδόμος — ο (Α οικοδόμος) αυτός που οικοδομεί, κτίστης («χωρίον ἡμῑν τειχίσουσιν, οἰκοδόμους πολλοὺς ἔχοντες», Ξεν.) νεοελλ. 1. αυτός που διευθύνει την οικοδόμηση, που εποπτεύει στις οικοδομικές εργασίες («οικοδόμος μηχανικός») 2. μτφ. ο κύριος πρωτεργάτης … Dictionary of Greek
ναοδόμος — ναοδόμος, ον (Α) αυτός που κτίζει ναό ή που αναφέρεται στη ναοδομία («ναοδόμος τέχνη», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + δόμος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθο δόμος, οικο δόμος] … Dictionary of Greek
κηροδομώ — κηροδομῶ, έω (Α) (για τις μέλισσες) οικοδομώ με κερί, κατασκευάζω κηρήθρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + δομῶ (< δομώ < δόμος), πρβλ. λιθο δομώ, οικο δομώ] … Dictionary of Greek